κομμίωμα

κομμίωμα
Παθολογικό παράγωγο οζώδους μορφής με νεκρωτικά στοιχεία, που σχετίζεται με την τριτογόνο (προχωρημένη) σύφιλη και με ορισμένες μυκητιάσεις (σποροτρίχωση, ακτινομυκητίαση, βλαστομυκητίαση). Τα κ. εντοπίζονται στο δέρμα, στους μυς, στα οστά, στα σπλάχνα, στον εγκέφαλο, στο ήπαρ, στα νεφρά κ.α. Τα κομμιωματώδη οζίδια είναι στην αρχή σκληρά, ενώ στη συνέχεια μαλακώνουν και μεταβάλλονται σε έλκος, αποβάλλοντας ένα πυκνόρρευστο υγρό.
* * *
το
ιατρ. μαλακή, κοκκιωματώδης, ογκοειδής μάζα που εμφανίζεται μερικές φορές στα όψιμα στάδια τής σύφιλης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κομμιωματώδης — ες 1. ο σχετικός με το κομμίωμα 2. φρ. «κομμιωματώδες υγρό» το υγρό που παράγεται από τα κομμιώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομμίωμα, τ ος + κατάλ. ώδης (πρβλ. ογκ ώδης, οστρακ ώδης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”